- διακριτική ευχέρεια
- Η δυνατότητα ενός οργάνου, φορέα ή προσώπου να αποφασίζει και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια ενός ή περισσότερων νομικών κανόνων, με δική του κρίση ή εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Μπορεί να είναι περιορισμένη ή απόλυτη, οπότε ο παράγοντας της προσωπικής βούλησης υπεισέρχεται ανεξέλεγκτα. Η δ.ε. αναφέρεται κυρίως στα εκτελεστικά ή στα δικαιοδοτικά όργανα του κράτους και γενικά στον τρόπο εφαρμογής του δικαίου. Αποφασιστική είναι η σημασία της δ.ε. για τις πράξεις της δημόσιας διοίκησης, καθώς αφήνουν μεγάλα περιθώρια σκοπιμότητας και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των σχέσεων ανάμεσα στην πολιτεία και στους πολίτες της. Αντίθετη στη δ.ε. είναι η δεσμευμένη αρμοδιότητα της διοίκησης, που σημαίνει αυστηρή και ακριβή συμμόρφωση του διοικητικού οργάνου στον νομικό κανόνα που αναφέρεται στην πράξη του. Αυτή η ακρίβεια μπορεί να αναφέρεται στον χρόνο, στον τρόπο και στο περιεχόμενο της ενέργειας ή μόνο σε ένα από αυτά τα στοιχεία. Στην περίπτωση αυτή η πράξη αποτελείται από δεσμευτικά και διακριτικά στοιχεία, καθένα από τα οποία βρίσκεται μέσα στα όρια των πλαισίων που καθορίζονται από τον νομικό κανόνα. Τα πλαίσια αυτά προσδιορίζουν και την απολυτότητα ή σχετικότητα της δ.ε.
Dictionary of Greek. 2013.