διακριτική ευχέρεια

διακριτική ευχέρεια
Η δυνατότητα ενός οργάνου, φορέα ή προσώπου να αποφασίζει και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια ενός ή περισσότερων νομικών κανόνων, με δική του κρίση ή εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Μπορεί να είναι περιορισμένη ή απόλυτη, οπότε ο παράγοντας της προσωπικής βούλησης υπεισέρχεται ανεξέλεγκτα. Η δ.ε. αναφέρεται κυρίως στα εκτελεστικά ή στα δικαιοδοτικά όργανα του κράτους και γενικά στον τρόπο εφαρμογής του δικαίου. Αποφασιστική είναι η σημασία της δ.ε. για τις πράξεις της δημόσιας διοίκησης, καθώς αφήνουν μεγάλα περιθώρια σκοπιμότητας και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των σχέσεων ανάμεσα στην πολιτεία και στους πολίτες της. Αντίθετη στη δ.ε. είναι η δεσμευμένη αρμοδιότητα της διοίκησης, που σημαίνει αυστηρή και ακριβή συμμόρφωση του διοικητικού οργάνου στον νομικό κανόνα που αναφέρεται στην πράξη του. Αυτή η ακρίβεια μπορεί να αναφέρεται στον χρόνο, στον τρόπο και στο περιεχόμενο της ενέργειας ή μόνο σε ένα από αυτά τα στοιχεία. Στην περίπτωση αυτή η πράξη αποτελείται από δεσμευτικά και διακριτικά στοιχεία, καθένα από τα οποία βρίσκεται μέσα στα όρια των πλαισίων που καθορίζονται από τον νομικό κανόνα. Τα πλαίσια αυτά προσδιορίζουν και την απολυτότητα ή σχετικότητα της δ.ε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • διαχείριση, αναγκαστική — (Νομ.). Η α.δ. επιβάλλεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της εκάστοτε περιφέρειας σε ένα ακίνητο ή σε μια επιχείρηση έπειτα από αίτηση δανειστή, με σκοπό να ικανοποιηθεί η απαίτησή του από τα έσοδα της διαχείρισης. Η πολιτική δικονομία παρέχει… …   Dictionary of Greek

  • διακριτικός — ή, ό (AM διακριτικός, ή, όν) [διακρίνω] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διακρίνει 2. εκείνος βάσει τού οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει κάποιος μσν. νεοελλ. όποιος συμπεριφέρεται με διακριτικότητα, δεν γίνεται φορτικός,… …   Dictionary of Greek

  • προκαταρκτικός — ή, ό / προκαταρκτικός, ή, όν, ΝΑ [προκατάρχομαι] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται πριν από το κύριο έργο, προπαρασκευαστικός, προσεισαγωγικός (α. «προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις» β. «προκαταρκτική διδασκαλία» γ. «προκαταρκτικαὶ ἔννοιαι»,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”